- τριτοκοσμικός
- -ή, -ό, 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τρίτο κόσμο, στις λεγόμενες υπό ανάπτυξη χώρες2. αυτός που μοιάζει σαν να ανήκει σε χώρα τού τρίτου κόσμου, που χαρακτηρίζεται από χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης (α. «τριτοκοσμική λιτότητα» β. «τριτοκοσμικά δημόσια νοσοκομεία»).[ΕΤΥΜΟΛ. < Τρίτος Κόσμος + κατάλ. -ικός].
Dictionary of Greek. 2013.